Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐφ' ὅπλοις

См. также в других словарях:

  • ὅπλοις — ὅπλον tool neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACCO — I. ACCO mulier iam decrepita, cum faciem, (quam ad speculum explorabat) seniô deformatam conspiceret, animi aegritudine in insaniam lapsa est: Cael. Rhodig. l. 16. c. 2. Inde Accissare veteres dixerunt pro ineptire, delirate, vel insanire.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MILESIUS — cognomen Apollinis, cuius et Strabo, et Lactantius l. 4. de vera Sapientia c. 13. meminerunt. Hic consultus aliquando, Utrum Christus homo esset an Deus? respondit: Θνητὸς ἔην κατὰ σάρκα, σοφὸς τερατώδεσιν ἔργοις, Ἀλλ᾿ ὑπὸ Χαλδαίων κριτῶν ὅπλοις… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PAVISARII — memorati Thomae Walsinghamo in Ed. III. Venientemcontra eum cum 7. milibus electis armatorum aliisque armatis Pavisariis, ac balistariis in numero excessivo. Alias Pavesari, et Pavesiatores, Gall. Pavessiers seu Pavescheurs, apud Froissardum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SIMI — Graece Σιμοὶ, apud Agatharchidem c. 26. ubi de Struthophagis, Πολεμούμενοι δὲ ὑπὸ τȏυ Σιμῶν. οὗτοι τοῖς τȏυ ὀρύγων κέρασιν ὃπλοις χρῶνται μεγάλοις, καὶ τρητικοῖς οὖσι, Illis bella inferunt Simi; qui pro telis utuntur orygum cornibus, grandibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επεισβαίνω — ἐπεισβαίνω (Α) εισορμώ («ἐπεισβαίνοντες ξὺν τοῑς ὅπλοις εἰς τὴν θάλασσαν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • καλλωπίζω — (AM καλλωπίζω) 1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.) 2. μέσ. καλλωπίζομαι κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και… …   Dictionary of Greek

  • καταδαρθάνω — (Α) 1. αποκοιμιέμαι, μέ παίρνει ο ύπνος («ἐν θάμνοισι κατέδραθον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κάπου τη νύχτα, διανυκτερεύω («κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δαρθάνω «κοιμάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • κατακοσμώ — (AM κατακοσμῶ, έω) [κατάκοσμος] στολίζω κάτι υπερβολικά, βάζω πολλά στολίδια («ἄγαλμα τεκταίνεταί τε καὶ κατακοσμεῑ», Πλάτ.) αρχ. 1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη (α. «ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει... ὀϊστόν», Ομ. Ιλ. β. «πάντα δόμον κατακοσμήσησθε», Ομ. Οδ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • καταστράπτω — (Α) 1. (για τον Δία και τον Απόλλωνα) ρίχνω στη γη αστραπές 2. χτυπώ κάποιον με αστραπή, τυφλώνω, θαμπώνω 3. γεμίζω με λάμψη κάτι, κάνω κάποιον ή κάτι να λάμπει από κάτι αστραφτερό («ἀργυροῑς... τοῑς ὅπλοις τὸ πεδίον καταστράπτων», Ηλιόδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • κατατρέπω — (Α) 1. τρέπω σε φυγή 2. μέσ. κατατρέπομαι καταβάλλω, νικώ κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῑρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»